- αναγγελτήριος
- ος , ον уведомительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγγελτήριος — ια, ιο 1. αυτός με τον οποίο ανακοινώνουμε κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. το αναγγελτήριο έντυπο με το οποίο γίνεται γνωστοποίηση για κάτι (γάμο, θάνατο κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγέλλω. Η λ. αναγγελτήριον μαρτυρείται από το 1856 σε ερμήνευμα λέξεως στο… … Dictionary of Greek
αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] … Dictionary of Greek